ΟΠΩΣ ΓΔΕΡΝΕΙ ΤΟ ΞΥΛΟ ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ, όμοια χαράζει ανυπολόγιστα η θλίψη τις δαμινές ραχοκοκαλιές των φύλλων, του τελευταίου δέντρου που αντικρίζω απέναντί μου, ώρα τώρα, από την αλέα που υπήρχε κάποτε. Δάκρυα δροσοσταλιά δεν τρέχουν από τις άκρες του, μόνο αργοσβήνουν άχυμες. Δεν νιώθει φόβο, ούτε τρόμο, ούτε δειλία, για αυτά που αναπόφευκτα θα έρθουν. Δε συλλογιέται την κατάληξή του, αν μεταμορφωθεί σε παρκέ, δοκός, συμπλήρωμα για το τζάκι ή ακόμα αν θα πλέει σε κάποιο μολυσμένο ποτάμι. Τα έχει σκεφτεί όλα, το έχει ξεπεράσει το στάδιο αυτό.
Μόνο η πίκρα του αχνίζει άριστα από το ζωντανό, ακόμα, κορμό του. Και αναρωτιέται, λυγίζοντας τα πιο κραταιά κλαδιά του, πως δέχτηκε ο άνθρωπος να μετατρέψει αυτόν τον παράδεισο σε κόλαση; Πώς αντέχει να ζει έξω από τα στοιχεία της φύσης; Τέλειος κομφορμισμός!
Άξαφνα, ακούω από πίσω μου την έξαλλη φωνή του εργολάβου.
- Εϊ, τι στέκεσαι εκεί πέρα ακίνητος, ακόμα να του κάνεις την ένεση; Μόλις ξεμπερδέψουμε από δαύτο, να δεις εγώ τι θα σου φτιάξω!
Ένας τρελός αέρας φύσηξε και πήρε όσα φύλλα είχαν απομείνει πάνω στο τελευταίο δέντρο που αντικρίζω, ώρα τώρα και, μαζί μ’ αυτά πηρέ και τις γελοίες σκέψεις μου. Και ευθείς καρφώνω με λύσσα τη σύριγγα με το δηλητήριο στο κορμό, να μπολιάσει η όμορφη πολυκατοικιούλα μου. Και ξεχύθηκε από μέσα μου σαν πλημμύρα, ανεξάντλητο Αιάντιο γέλως.